- παρατσούκλι
- το-ιού, πειραχτικό ονομάτισμα, παρανόμι, παραγκώμι: Δημητρό τόνε λένε, μα το παρατσούκλι του είναι Αμπελουργός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρατσούκλι — το / παρατσούκλιον, ΝΜ ειρωνικό ή σκωπτικό παρωνύμιο, παρανόμι, παράνομα, παρωνυμία ή απλός χαρακτηρισμός ενός προσώπου χωρίς σκωπτική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο *παρατίτλιον, υποκορ. τού παράτιτλον] … Dictionary of Greek
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek
παραγκώμι — το παρατσούκλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ ευφημισμόν] … Dictionary of Greek
Αμπντ αλ-Ραχμάν ή Αμπντ αρ-Ραχμάν — Όνομα Αράβων χαλιφών. 1. Α.α.Ρ. Α’ (731 – 788). Χαλίφης της Ισπανίας (756 788), ιδρυτής του εμιράτου των Ομεϊαδών της Κόρντομπα, γνωστός με το παρατσούκλι αλ Νταχίλ (δηλαδή ο ξενοφερμένος). Το 750 κατέφυγε στην Αφρική για να ξεφύγει από τη σφαγή… … Dictionary of Greek
ακροχερσίτης — ἀκροχερσίτης, ο (Α) αυτός που πιάνει κάποιον από τα άκρα τών χεριών και συνθλίβει τα δάχτυλα του παρατσούκλι παλαιστή που έσπασε τα δάχτυλα τού αντιπάλου του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ] … Dictionary of Greek
αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) … Dictionary of Greek
βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek
επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι … Dictionary of Greek